- ἀρεστάς
- ἀρεστά̱ς , ἀρεστήςmasc acc plἀρεστά̱ς , ἀρεστήςmasc nom sg (epic doric aeolic)ἀρεστά̱ς , ἀρεστόςacceptablefem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.